Η φίλη Εύα με κάλεσε να παίξω ένα παιχνίδι, λόγω της ερχόμενης μέρας του Αγίου Βαλεντίνου, γράφοντας μια ιστορία αγάπης. Κάθισα λοιπόν δυο βράδια και σχεδίασα το κείμενο και έβαλα τα δυνατά μου να μην γράψω κάτι μακροσκελές αλλά περιεκτικό. ελπίζω να μη σας απογοητεύσω!
Μέχρι πού θα έφτανες για τον άνθρωπο που αγαπάς;
Ο Ηλίας γνώρισε την Φένια σε ένα πάρτυ που έδωσε ο φίλος του, ο Μένιος, όταν ο δεύτερος πήρε το πτυχίο του στην Ιατρική. Ο Ηλίας αποφάσισε να σταματήσει στην ειδικότητα της νοσηλευτικής, μιας και αγαπούσε να φροντίσει άρρωστους συνανθρώπους του. Η Φένια, μια πανύψηλη και κάτασπρη κοπέλα, ήταν φοιτήτρια στη Νομική Σχολή, στο τελευταίο έτος της.
Αυτό που λένε ότι υπάρχει ο έρωτας με την πρώτη ματιά, συγκλόνισε την ψυχή του Ηλία στη θέα της πανέμορφης Φένιας. Η καρδιά του άρχισε να φτερουγίζει, σαν πεταλούδα που τρόμαξε από το βουητό του αέρα. Για ώρες καθόταν και τη χάζευε, χωρίς καν να κάνει την κίνηση να την πλησιάσει. Δεν ήταν δειλός. Ήταν αδύναμος. Το πάρτυ είχε τελειώσει αργά το βράδυ κι ο Ηλίας παρέμεινε να κοιτάζει το κενό, σαν να είχε παραισθήσεις ότι μπροστά του ακόμα βρισκόταν η Φένια…
Ένα χρόνο αργότερα συναντήθηκαν τυχαία σε ένα εμπορικό κέντρο. Γνώριζε πως έπρεπε να κάνει την πρώτη κίνηση και να την πλησιάσει, έστω να της πει ένα ξερό «γεια σου», μα πριν καν προλάβει να οργανώσει το σχέδιο στο μυαλό του, η Φένια τον είχε ήδη προσεγγίσει.
«Γεια. Εσένα δε σε είδα πέρυσι στο πάρτυ του Μένιου;» τον ρώτησε. Ο Ηλίας για δευτερόλεπτα έχασε τη μιλιά του.
«Ναι..» της είπε ξερά. Η Φένια χαμογέλασε και του έκανε πρόταση να πιούνε καφέ στην καφετέρια του εμπορικού… Ο καφές έφερε τον δεύτερο καφέ, κι αυτός με τη σειρά του τον τρίτο, μέχρι που για 4 περίπου μήνες οι δυο τους συναντιόντουσαν σχεδόν καθημερινά. Η σχέση τους προχώρησε περισσότερο. Αυτή η συνάντηση, δεν έπρεπε να γίνει ποτέ όμως. Ο Ηλίας έμαθε πως η Φένια επρόκειτο να ταξιδέψει στο εξωτερικό μόλις τελείωνε τις σπουδές της, για να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις. Αργότερα του εξήγησε πως αυτό το ταξίδι θα καθόριζε σημαντικά την πορεία της υγείας της και πως από τα αποτελέσματα της θεραπείας που θα έκανε, θα κρινόταν αυτό που ο Ηλίας φοβόταν: πόσος χρόνος τους είχε απομείνει για να χαρούν το πάθος και τον έρωτά τους.
Οι μέρες μέχρι την αναχώρηση περνούσαν γρήγορα αλλά ευχάριστα. Το γεγονός του ταξιδιού για τη θεραπεία της Φένιας δεν συζητήθηκε καθόλου όλον αυτόν τον καιρό, όχι επειδή το ζήτησε η Φένια, αλλά γιατί ο Ηλίας θεώρησε πως δε θα άφηνε τίποτα να μπει ανάμεσά τους. Η Φένια συνέχισε τη σχολή της και λίγο αργότερα γιόρτασαν όλοι μαζί την απόκτηση του πτυχίου της.
Η νύχτα πριν το ταξίδι είχε φτάσει. Ο Ηλίας κρατούσε στην αγκαλιά του τη Φένια κάτω από την ημισέληνο, σε ένα παγκάκι του γειτονικού του πάρκου και, χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά της με το ένα του χέρι, έπιασε με το άλλο ένα κουτάκι και το άνοιξε μπροστά της με μια κίνηση. Το ελάχιστο φως του φεγγαριού χάθηκε μπροστά στη λάμψη ενός διαμαντένιου δαχτυλιδιού. Η Φένια έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της.
«Γιατί το έκανες αυτό;» ρώτησε με δάκρια στα μάτια τον Ηλία. Εκείνος απλά έγειρε το κεφάλι του προς τη μεριά της και τη φίλησε, όπως φιλούν τα σχολιαρόπαιδα την πρώτη τους φορά. Η Φένια δε μίλησε. Παρά χαμήλωσε το κεφάλι της για λίγα λεπτά κι ύστερα ακούμπησε το πηγούνι της στο κεφάλι του «Μόλις τελειώσουν όλα» του είπε «στο υπόσχομαι».
…Πέρασαν σχεδόν τρεις μήνες χωρίς ο Ηλίας να έχει κάποιο ουσιαστικό νέο σχετικά με την πορεία της υγείας της Φένιας. Στην πραγματικότητα οι γονείς της δεν ήθελαν να δίνουν δικαιώματα όσο ακόμα βρίσκονταν στο εξωτερικό μαζί με την κόρη τους, πόσο μάλλον να ανακοινώνουν δυσάρεστα νέα. Τα πιο άσχημα δυστυχώς έφτασαν στα αυτιά του Ηλία. Η Φένια αργόσβηνε αλλά ο Ηλίας δεν ήταν κοντά της όπως εκείνος θα ήθελε. Με την πρώτη ευκαιρία, τα εισιτήρια για τη νέα Υόρκη είχαν εκδοθεί και οι βαλίτσες είχαν ήδη περάσει τα συστήματα ασφαλείας. Ο Ηλίας σε λίγες ώρες θα βρισκόταν δίπλα της.
…Η Φένια φαινόταν ταλαιπωρημένη, βλέποντάς την από το τζάμι στην πόρτα του δωματίου της.
«Πέρασε» είπε η μητέρα της στον Ηλία «μου είπε ότι θα σε περιμένει». Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν τρελή από το φόβο, τη θλίψη και την οργή. Αλλά ο Ηλίας δεν ήθελε να το δείξει αυτό μπροστά στη Φένια. Πλησίασε κοντά της. Εκείνη μισάνοιξε τα μάτια της και του έσκασε ένα αδύναμο χαμόγελο. Για τον Ηλία ήταν αρκετό.
Πέρασε σχεδόν μιάμιση ώρα, όπου σε όλη τη διάρκεια ο Ηλίας έλεγε τα νέα του, ενώ παράλληλα έπνιγε τον πόνο του, εξιστορώντας στη Φένια αστεία περιστατικά που συνέβησαν στην κλινική όπου εργαζόταν. Μια ηλικιωμένη έκανε καμάκι για τέσσερις συνεχόμενες μέρες σε ένα νεαρό –για την ηλικία της- γιατρό μπροστά στη γυναίκα του, ένας τραυματίας χόρευε σάμπα κάθε βράδυ παρέα με τις νοσοκόμες όταν ήταν η ώρα της εφημερίας και διάφορα άλλα!
Η Φένια έσκασε άλλο ένα αδύναμο χαμόγελο και, πασχίζοντας να εκπνεύσει, σήκωσε το χέρι της και ακούμπησε το δείκτη της στα χείλη του Ηλία. Εκείνος κατάλαβε πως κουράστηκε –και λογικό ήταν αφού δεν σταμάτησε καθόλου να μιλάει.
«Θες να σε αφήσω να ξεκουραστείς;» τη ρώτησε. Η Φένια κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Θες να σου φέρω κάτι; Να φωνάξω τους γονείς σου; Τη νοσοκόμα;» ξαναρώτησε. Η κίνηση του κεφαλιού της Φένιας παρέμεινε αρνητική.
«Πες μου, αν μπορείς, αν θες να μου πεις κάτι» είπε ο Ηλίας συγκαταβατικά.
Η Φένια σήκωσε τα δυο της χέρια και τα άπλωσε γύρω από τον αυχένα του. Με αργή κίνηση έφερε τον Ηλία κοντά στο στέρνο της και ακούμπησε το κεφάλι του στη μεριά της καρδιάς της που χτυπούσε αργά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και από τα χείλη της κατάφερε να δραπετεύσει μια μόνο λέξη.
«Δέχομαι»…
Ο Ηλίας γνώρισε την Φένια σε ένα πάρτυ που έδωσε ο φίλος του, ο Μένιος, όταν ο δεύτερος πήρε το πτυχίο του στην Ιατρική. Ο Ηλίας αποφάσισε να σταματήσει στην ειδικότητα της νοσηλευτικής, μιας και αγαπούσε να φροντίσει άρρωστους συνανθρώπους του. Η Φένια, μια πανύψηλη και κάτασπρη κοπέλα, ήταν φοιτήτρια στη Νομική Σχολή, στο τελευταίο έτος της.
Αυτό που λένε ότι υπάρχει ο έρωτας με την πρώτη ματιά, συγκλόνισε την ψυχή του Ηλία στη θέα της πανέμορφης Φένιας. Η καρδιά του άρχισε να φτερουγίζει, σαν πεταλούδα που τρόμαξε από το βουητό του αέρα. Για ώρες καθόταν και τη χάζευε, χωρίς καν να κάνει την κίνηση να την πλησιάσει. Δεν ήταν δειλός. Ήταν αδύναμος. Το πάρτυ είχε τελειώσει αργά το βράδυ κι ο Ηλίας παρέμεινε να κοιτάζει το κενό, σαν να είχε παραισθήσεις ότι μπροστά του ακόμα βρισκόταν η Φένια…
Ένα χρόνο αργότερα συναντήθηκαν τυχαία σε ένα εμπορικό κέντρο. Γνώριζε πως έπρεπε να κάνει την πρώτη κίνηση και να την πλησιάσει, έστω να της πει ένα ξερό «γεια σου», μα πριν καν προλάβει να οργανώσει το σχέδιο στο μυαλό του, η Φένια τον είχε ήδη προσεγγίσει.
«Γεια. Εσένα δε σε είδα πέρυσι στο πάρτυ του Μένιου;» τον ρώτησε. Ο Ηλίας για δευτερόλεπτα έχασε τη μιλιά του.
«Ναι..» της είπε ξερά. Η Φένια χαμογέλασε και του έκανε πρόταση να πιούνε καφέ στην καφετέρια του εμπορικού… Ο καφές έφερε τον δεύτερο καφέ, κι αυτός με τη σειρά του τον τρίτο, μέχρι που για 4 περίπου μήνες οι δυο τους συναντιόντουσαν σχεδόν καθημερινά. Η σχέση τους προχώρησε περισσότερο. Αυτή η συνάντηση, δεν έπρεπε να γίνει ποτέ όμως. Ο Ηλίας έμαθε πως η Φένια επρόκειτο να ταξιδέψει στο εξωτερικό μόλις τελείωνε τις σπουδές της, για να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις. Αργότερα του εξήγησε πως αυτό το ταξίδι θα καθόριζε σημαντικά την πορεία της υγείας της και πως από τα αποτελέσματα της θεραπείας που θα έκανε, θα κρινόταν αυτό που ο Ηλίας φοβόταν: πόσος χρόνος τους είχε απομείνει για να χαρούν το πάθος και τον έρωτά τους.
Οι μέρες μέχρι την αναχώρηση περνούσαν γρήγορα αλλά ευχάριστα. Το γεγονός του ταξιδιού για τη θεραπεία της Φένιας δεν συζητήθηκε καθόλου όλον αυτόν τον καιρό, όχι επειδή το ζήτησε η Φένια, αλλά γιατί ο Ηλίας θεώρησε πως δε θα άφηνε τίποτα να μπει ανάμεσά τους. Η Φένια συνέχισε τη σχολή της και λίγο αργότερα γιόρτασαν όλοι μαζί την απόκτηση του πτυχίου της.
Η νύχτα πριν το ταξίδι είχε φτάσει. Ο Ηλίας κρατούσε στην αγκαλιά του τη Φένια κάτω από την ημισέληνο, σε ένα παγκάκι του γειτονικού του πάρκου και, χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά της με το ένα του χέρι, έπιασε με το άλλο ένα κουτάκι και το άνοιξε μπροστά της με μια κίνηση. Το ελάχιστο φως του φεγγαριού χάθηκε μπροστά στη λάμψη ενός διαμαντένιου δαχτυλιδιού. Η Φένια έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της.
«Γιατί το έκανες αυτό;» ρώτησε με δάκρια στα μάτια τον Ηλία. Εκείνος απλά έγειρε το κεφάλι του προς τη μεριά της και τη φίλησε, όπως φιλούν τα σχολιαρόπαιδα την πρώτη τους φορά. Η Φένια δε μίλησε. Παρά χαμήλωσε το κεφάλι της για λίγα λεπτά κι ύστερα ακούμπησε το πηγούνι της στο κεφάλι του «Μόλις τελειώσουν όλα» του είπε «στο υπόσχομαι».
…Πέρασαν σχεδόν τρεις μήνες χωρίς ο Ηλίας να έχει κάποιο ουσιαστικό νέο σχετικά με την πορεία της υγείας της Φένιας. Στην πραγματικότητα οι γονείς της δεν ήθελαν να δίνουν δικαιώματα όσο ακόμα βρίσκονταν στο εξωτερικό μαζί με την κόρη τους, πόσο μάλλον να ανακοινώνουν δυσάρεστα νέα. Τα πιο άσχημα δυστυχώς έφτασαν στα αυτιά του Ηλία. Η Φένια αργόσβηνε αλλά ο Ηλίας δεν ήταν κοντά της όπως εκείνος θα ήθελε. Με την πρώτη ευκαιρία, τα εισιτήρια για τη νέα Υόρκη είχαν εκδοθεί και οι βαλίτσες είχαν ήδη περάσει τα συστήματα ασφαλείας. Ο Ηλίας σε λίγες ώρες θα βρισκόταν δίπλα της.
…Η Φένια φαινόταν ταλαιπωρημένη, βλέποντάς την από το τζάμι στην πόρτα του δωματίου της.
«Πέρασε» είπε η μητέρα της στον Ηλία «μου είπε ότι θα σε περιμένει». Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν τρελή από το φόβο, τη θλίψη και την οργή. Αλλά ο Ηλίας δεν ήθελε να το δείξει αυτό μπροστά στη Φένια. Πλησίασε κοντά της. Εκείνη μισάνοιξε τα μάτια της και του έσκασε ένα αδύναμο χαμόγελο. Για τον Ηλία ήταν αρκετό.
Πέρασε σχεδόν μιάμιση ώρα, όπου σε όλη τη διάρκεια ο Ηλίας έλεγε τα νέα του, ενώ παράλληλα έπνιγε τον πόνο του, εξιστορώντας στη Φένια αστεία περιστατικά που συνέβησαν στην κλινική όπου εργαζόταν. Μια ηλικιωμένη έκανε καμάκι για τέσσερις συνεχόμενες μέρες σε ένα νεαρό –για την ηλικία της- γιατρό μπροστά στη γυναίκα του, ένας τραυματίας χόρευε σάμπα κάθε βράδυ παρέα με τις νοσοκόμες όταν ήταν η ώρα της εφημερίας και διάφορα άλλα!
Η Φένια έσκασε άλλο ένα αδύναμο χαμόγελο και, πασχίζοντας να εκπνεύσει, σήκωσε το χέρι της και ακούμπησε το δείκτη της στα χείλη του Ηλία. Εκείνος κατάλαβε πως κουράστηκε –και λογικό ήταν αφού δεν σταμάτησε καθόλου να μιλάει.
«Θες να σε αφήσω να ξεκουραστείς;» τη ρώτησε. Η Φένια κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Θες να σου φέρω κάτι; Να φωνάξω τους γονείς σου; Τη νοσοκόμα;» ξαναρώτησε. Η κίνηση του κεφαλιού της Φένιας παρέμεινε αρνητική.
«Πες μου, αν μπορείς, αν θες να μου πεις κάτι» είπε ο Ηλίας συγκαταβατικά.
Η Φένια σήκωσε τα δυο της χέρια και τα άπλωσε γύρω από τον αυχένα του. Με αργή κίνηση έφερε τον Ηλία κοντά στο στέρνο της και ακούμπησε το κεφάλι του στη μεριά της καρδιάς της που χτυπούσε αργά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και από τα χείλη της κατάφερε να δραπετεύσει μια μόνο λέξη.
«Δέχομαι»…
8 σχόλια:
Μ έκανες λιώμα... μια το τραγουδι...μια η ιστορια...ποσο ν αντεξω...; πες μου... Να σαι καλα να μας ξαναγραφεις...φιλιά πολλά...
Λυπητερό... Μα όμορφο.
Σεληνοχαιρετισμούς...
Estella:
Χαχα! Δεν είχα τέτοιο σκοπό (άλλα λέω εδώ κι άλλα στο msn!!!)
φιλάκια!
Σελήνη: Ναι μου το είπαν αρκετοί αλλά όπως εξήγησα, για άλλο τέλος πήγαινα και τελικά κατέληξα σε αυτό.
Άει στο διάολο μαλάκα πρωί-πρωί!
Πλάνταξα στο κλάμα πάλι!
Ζώον!
Mistress Hyde:
Δεν είχα τέτοιο σκοπό αγαπητή μου. Η Εύα μου ζήτησε ένα ανατρεπτικό τέλος χωρίς happy end. Αλλά με ξέρεις τώρα, δε μπορώ να αγγίξω μύγα ,πόσω μάλλον 2 ερωτευμένες ψυχές!
Συγχωρείσαι παρ'αυτά.
...
Ερωτευμένες ψυχές...
Θα ξεράσω...
(Κυκλοθυμική έγινα τελευταία η μου φαίνεται;)
@Mistress Hyde: Αν ήσουν ίδια όλο το 24ωρο θα ήσουν βαρετή! Οπότε προτιμώ την κυκλοθυμία σου!
Δημοσίευση σχολίου