Σελίδες

Shadows Of The Moon

All rights reserved
© 2006 - 2012



- 1 -


...Από όσα ψιθυρίζεις στο φεγγάρι,
πόσα μπορεί κι αυτό να ακούσει;


Στέκεται στην άκρη του νήματος, μετέωρη και περιμένει μια απάντησή του. Θυμάται καλά τα λόγια του, τις ημέρες εκείνες που ήταν μακριά της: "Αν ποτέ νιώσεις μοναξιά κοίταξε τον έναστρο ουρανό και το φεγγάρι και κάνε μια ευχή... Κι εγώ θα γίνω αστέρι και θα πέσω στη γη, να πραγματοποιήσω την ευχή σου!". Και τώρα είναι εκεί και προσμένει καρτερικά, αυτά που τόσο καιρό ονειρευόταν πως θα έκανε.
Μα ο χρόνος έχει άλλα σχέδια για εκείνη. Μπροστά στην απέραντη ευτυχία της υψώνεται ένα τείχος γεμάτο απαισιοδοξία και δάκρια. Η ονειροχώρα της μεταμορφώνεται πλέον σε ένα συννεφιασμένο τοπίο, έτοιμο να πνιγεί από τις χοντρές διάφανες στάλες της πρώτης μπόρας. Η ψυχή της, κουρασμένη πλέον, ζητά τη λύτρωσή της από τα πάθη. Το κορμί της πολεμά για την επιβίωση, την ώρα που κάθε όπλο σκουριάζει από την υγρασία τις πρώτες πρωινές ώρες.
"Θα κερδίσω κι αυτή τη μάχη!", σκέφτεται, καθώς ο μεγάλος εχθρός πλησιάζει, "πρέπει να την κερδίσω!"...
Παλιότερα, συνήθιζε να περιπλανιέται στο δάσος και να χαλαρώνει με μια της επίσκεψη στην αμμουδιά. Όταν σκόνταφτε στους βράχους, που εξείχαν από τη χρυσή άμμο σαν μεγάλα κομμάτια μαύρης σοκολάτας, άρπαζε ένα παρατημένο ξερό κλαδί και, σαν γενναίος Αρθούρος, προσποιούταν ότι μαχόταν για τη σωτηρία του χωριού της! Πόσες να ήταν οι φορές όπου η μητέρα της την προλάβαινε στο κατώφλι, λίγο πριν εκείνη πάρει τον ανήφορο για το δάσος, φωνάζοντάς της να γυρίσει πίσω και να αλλάξει ρούχα!
"Μια βόλτα στο δάσος πηγαίνω και τίποτα περισσότερο", έλεγε στη μητέρα της, καθώς εκείνη χανόταν στις φυλλωσιές και τους τεράστιους θάμνους, πριν τις παρυφές του δάσους. Μα ήταν σίγουρο...κάποια στιγμή μέσα στο δάσος ή έξω από αυτό μια τρομακτική "επίθεση" θα δεχόταν από τους εχθρούς της φαντασίας της! Κι όταν, κατά τη δύση, επέστρεφε σπίτι, έμπαινε στο δωμάτιό της με τιμές βασιλιά για τη μεγάλη νίκη της, στο τραπέζι υπήρχε πάντα φαγητό που θα άρμοζε σε μια τόσο μεγαλόπρεπη νίκη και οι γονείς της, όπως οι συγγενείς ενός άρχοντα, κάθονταν δίπλα της για να γιορτάσουν αυτό το μεγάλο γεγονός!...
Αισθάνεται αδύναμη, καταβεβλημένη και ανύμπορη και δεν έχει το κουράγιο για ακόμα μια μάχη, την οποία πρέπει αυτή τη φορά να τη δώσει μόνη της. "Με ακούς;", ψυθιρίζει έχοντας στραμμένο το βλέμμα της στο φεγγάρι, "Σε έχω ανάγκη! Γιατί να μην είσαι εδώ;". Το πέτρινο ξερό έδαφος δέχεται τα πρώτα δάκρια, όπως η έρημος την πρώτη βροχή. Οι σκιές του φεγγαριού παιχνιδίζουν στα μάτια της και σαν να φαίνεται πως αυτό στρέφεται προς εκείνη. Φαίνεται κι αυτό να την κοιτάζει με απορία και λύπη ταυτόχρονα, γιατί ακόμα και ψηλά που βρίσκεται, αισθάνεται ανίκανο να τη βοηθήσει. Όσο συνεχίζει να φέγγει, μόνο μια ελάχιστη σιγουριά και ασφάλεια μπορεί απλόχερα να της προσφέρει. Και οι ακτίνες του είναι τόσο αδύναμες για να φωτίσουν τον ορίζοντα, λες και το ίδιο το φεγγάρι μάχεται το ίδιο σκληρά με εκείνη!
...Στέκεται στην άκρη του νήματος και περιμένει ακόμα.



- 2 -


"Η επίθεση και η φυγή αποτελούν μέρος της μάχης.
Αυτό που δε βοηθάει είναι να στέκεσαι παραλυμένος από φόβο."
(Paulo Coelho - Το Ημερολόγιο Ενός Μάγου)


Το ξημέρωμα τη βρήκε με το σώμα της ελαφρά ακουμπησμένο σε έναν τεράστιο γέρικο κορμό μιας σεκόγιας. Το πανύψηλο δέντρο δεν την άφηνε να διακρίνει πόση ώρα έχει ξημερώσει αλλά η υγρασία του χώματος πρόδιδε τη χρονική στιγμή.
"Δεν πρέπει να έχουν περάσει δύο ώρες από την ώρα που φάνηκαν οι πρώτες αχτίδες", σκέφτηκε κοιτάζοντας τη μεγαλοπρέπεια της σεκόγιας, καθώς αυτή υψωνόταν αγέρωχη με καμάρι και δύναμη μπροστά της.
Σηκώθηκε να ξεμουδιάσει, μετά από έναν αφόρητα κουραστικό ύπνο. Μπροστά της απλωνόταν το πυκνό δάσος, με τα δέντρα στοιχισμένα με τέτοιο τρόπο, σαν χιλιάδες πολεμιστές, έτοιμοι να παραδωθούν στο έλεος της μάχης. Δίπλα τους βρίσκονταν ακουμπισμένοι θάμνοι, σύντροφοί τους στο δύσκολο αυτό έργο και συμπορευτές τους στα βάθη του Άδη κατά την ώρα του θανάτου τους. Γύρω της ακούγονταν ήχοι των περαστικών πουλιών, που κάθονταν στα ψηλά κλαδιά των δέντρων για να ξαποστάσουν από το μεγάλο τους ταξίδι και για να χαζέψουν για λίγο τη θέα του ορίζοντα, πρίν ξεκινήσουν για την μακρινή τους πορεία. Πίσω από τις διάσπαρτες φυλλωσιές μπορούσε να διακρίνει το μικρό λόφο, όπου το προηγούμενο βράδυ συλλογιζόταν. Μια δροσερή αύρα χάιδευε το πρόσωπό της και την έκανε για μια στιγμή να ανατριχιάσει και ένα ρίγος διαπέρασε ξυστά το κορμί της.
Αφού μάζεψε τα πράγματά της, άρχισε να βαδίζει ανάμεσα στα δέντρα. Το χώμα είναι ακόμα υγρό και κάνει πιο δύσκολο το βάδισμά της...
Ύστερα από ώρες κοίταξε πίσω της, βλέποντας το δάσος που τη φιλοξένησε και συνέχισε το δρόμο της. Η μεγάλη πεδιάδα με τα απέραντα χωράφια και τους μικρούς θάμνους απλώθηκε μπροστά της σαν σεντόνι που το έστρωσε κάποιος σε εξοχική εξόρμηση, ακουμπώντας πάνω του τα καλάθια με τα τρόφιμα και τις σφραγισμένες κανάτες με το νερό. Οι ακτίνες του ήλιου φώτιζαν την πλαγιά κι όσες από αυτές κατάφεραν να διαπεράσουν τα λιγοστά άσπρα σύννεφα του ουρανού, τόνιζαν σαν προβολείς μερικά σημεία της πεδιάδας. Στο βάθος οι λωρίδες καπνού από τις καμινάδες ενός μικρού χωριού έμοιαζαν με φύκια στον πάτο της θάλασσας που χορεύουν στο ρυθμό των ρευμάτων. Ένα μικρό ρυάκι, που μόλις κατάφερνες να διακρίνεις ότι ερχόταν από τα σωθικά του βουνού, χώριζε στη μέση το χωριό και η μικρή γεφυρούλα που ένωνε τις όχθες του, μόλις που αχνοφαινόταν.
"Μια ήσυχη νότα μέσα σε όλη αυτή την παρωδία του πολέμου", είπε ειρωνικά στον εαυτό της και σταμάτησε για λίγο να απολαύσει τη θέα...
Πλησιάζοντας τα πρώτα σπίτια, η όσφρησή της συνέλαβε τη μυρωδιά φρέσκου ψημένου ψωμιού και η γλυκιά οσμή του έκανε το στομάχι της να διαμαρτυρηθεί. Ένας κοντός και στρουμπουλός κύριος πετάχτηκε σαν ελατήριο από την είσοδο, κρατώντας στα χέρια του ένα μικρό ταψάκι με κουλουράκια και γλυκίσματα, που μόλις είχαν ψηθεί.
"Καλώς ήρθες κυρά", της έγνεψε και ανασκουμπώθηκε σαν περήφανος αετός.
Εκείνη δε μίλησε, παρά μόνο είχε χαζέψει στη θέα του ταψιού, σαν αυτό να την καλούσε μαγικά να το αρπάξει.
Ο φούρναρης με το γυριστό μουστάκι προσπάθησε να της αποσπάσει την προσοχή.
"Θέλεις ένα ωραιότατο, γευστικότατο, φρεσκοψημένο μπισκότο;" της είπε με περηφάνεια.
Εκείνη μαγεμένη στο άκουσμα της τρίπτυχης "προσωπικότητας" του μπισκότου, άπλωσε λαίμαργα το χέρι της και περίμενε την προσφορά, σαν κακομαθημένο παιδί που του τάζεις ένα σωρό ανοησίες και τις περιμένει με ανυπομονησία.
"Ευχαριστώ", είπε ξερά και πριν προλάβει να της ανταποδώσει ο φούρναρης, είχε ήδη καταπιεί το μισό μπισκότο.
"Ψάχνεις κάποιον ή κάτι;", ρώτησε ελαφρώς περίεργα ο κύριος του φούρνου, βγάζοντας το τεράστιο άσπρο καπέλο του από το κεφάλι του.
"Δεν πρέπει να είσαι από τα γύρω χωριά, διαφορετικά θα σε γνώριζα".
"Δεν είμαι", του απάντησε κοφτά και συνέχισε, "αλλά, ναι, ψάχνω κάποιον. Λένε πως σ'αυτό το χωριό βρίσκεται και ζει ο Σοφός. Μήπως ξέρεις πού μπορώ να τον βρώ;", τον ρώτησε.
"Ποια είσαι που ρωτάς;", είπε με αγένεια ο φούρναρης.
"Είμαι η Άϊσα", του απάντησε τραβώντας ελαφρά το σπαθί της από τη θήκη του.
Ο φούρναρης κράτησε το καπέλο του σφιχτά, μπροστά στη θέα του αστραφτερού όπλου!
"Έρχομαι από ένα μέρος αρκετά μακριά από δω, που λέγεται Σάτνα, και ψάχνω τον Σοφό, μή έχοντας χρόνο για χάσιμο!", είπε μονομιάς, χωρίς να αφήσει το περιθώριο για να γίνουν άλλες ερωτήσεις.
Ο φούρναρης την κοίταζε αρκετά λεπτά, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο σπαθί, το οποίο η κάτοχός του τοποθετούσε σιγά σιγά στη δερμάτινη θήκη.
"Πρέπει να περάσεις το γεφυράκι", απάντησε γρήγορα ο μικροκαμωμένος φούρναρης, "και μετά θα ακολουθήσεις το μονοπάτι που είναι παράλληλο στο ρυάκι. Εκεί κοντά θα ρωτήσεις για τον Σοφό", της απάντησε γυρνώντας την πλάτη του και περνώντας με ασφάλεια το κατώφλι του φούρνου.
Εκείνη άρπαξε μια χούφτα από τα λαχταριστά μπισκότα και άρχισε να βαδίζει με γοργά βήματα προς τη μεριά της μικρής γέφυρας...
Διάφορες σκέψεις διαπερνούσαν το μυαλό της. Περπατούσε μηχανικά ενώ μπροστά από τα μάτια της ξετυλιγόταν μια παλιά ανάμνηση. Θυμάται την πρώτη φορά που ο πατέρας της, ένας από τους πιο δυνατούς και ισχυρούς άνδρες της χώρας της, της έδωσε για πρώτη φορά να κρατήσει στα χέρια της το σπαθί του.
"Είναι πολύ βαρύ, πατέρα", του είπε.
"Στη μάχη θα πρέπει να το κρατάς σαν να είναι φτερό και να το χειρίζεσαι σαν να είναι η ψυχή σου. Μη το ξεχάσεις ποτέ αυτό", της απάντησε. "Πρέπει να μάθεις πώς θα κάνεις το σπαθί γερό, αναπόσπαστο κομμάτι του κορμιού σου και αγνό όπως την ψυχή σου", συνέχισε βοηθώντας τη να το κρατήσει.
"Αγνό;", αναρωτήθηκε εκείνη, "πώς γίνεται ένα εργαλείο του πολέμου να παραμείνει αγνό σε μια μάχη, πατέρα;", ρώτησε ανασηκώνοντας το κεφάλι της.
"Όταν η μάχη που θα δώσεις είναι για τα ιερά του τόπου σου, τότε αυτή η μάχη γίνεται από τα βάθη της ψυχής σου. Και μόνο με ψυχή εξαγνισμένη μπορείς να κερδίσεις τη μάχη. Όταν η ψυχή φθονεί και φθείρεται, ακόμα κι αν κερδίσεις στη μάχη, τα ιδανικά έχουν πλέον χαθεί".
Η Άισα δεν κατάλαβε τα λόγια του πατέρα της και απλά συνέχισε την προσπάθεια να σταθεροποιήσει το τεράστιο σπαθί στα χέρια της...
Το πόδι της πάτησε στην αρχή της γέφυρας και εκείνη αισθάνθηκε σαν να έκανε ένα μεγάλο βήμα πιο κοντά σ' αυτό που όριζε το πεπρωμένο της...



- 3 -


"Για να γίνεις ο νικητής που θα κερδίσει το θαυμασμό σου,
θα πρέπει να έχεις έλεγχο της συγγραφής του πεπρωμένου σου.
Η πένα που γράφει την ιστορία της ζωής σου,
θα πρέπει να είναι στο δικό σου χέρι."
(Dr Irene C. Kassorla)


Τα πρώτα αστέρια φάνηκαν στον ουρανό. Η νύχτα έφτασε και μαζί της έφερε σκιές, έτοιμες να καλύψουν τη λαίλαπα του σώματος και της ψυχής που αντιμάχονται, έτοιμες να τονίσουν περισσότερο το σκοτάδι που καλύπτει πλέον όλο τον ορίζοντα. Η ομίχλη σκεπάζει το βλέμμα του και δεν τον αφήνει να ξεχωρίσει αν το πλάσμα που πλησιάζει είναι φύλακας-άγγελος ή τιμωρός-δαίμονας. Επικρατεί πλήρης ησυχία. Το απαλό αεράκι ευθύνεται για το θρόισμα των φύλλων και ένα μικρό κοπάδι από ελάφια ταράζουν το έδαφος.
Εκείνος στέκεται ακίνητος κι η όρασή του έχει εστιάσει πλέον στο στόχο του. Με προσεκτικές και αργές κινήσεις, σαν στιγμιότυπα κινηματογραφικής ταινίας που παίζουν καρέ-καρέ, βγάζει ένα λεπτό βέλος από τη δερμάτινη φαρέτρα του και, τοποθετώντας το στο τόξο του, τεντώνει το σκοινί με απόλυτη ακρίβεια. Ο στόχος του βρίσκεται λίγα μέτρα μακριά από αυτόν, ένα μικρό ελάφι που ξέφυγε για λίγο από το κοπάδι για να μασήσει έναν σωρό από φύλλα που βρίσκονται στο έδαφος. Ακόμα δεν έχει αντιληφθεί τον κίνδυνο. Ο Άλριαν αφήνει την ανάσα του και απελευθερώνει το βέλος, τερματίζοντας το γεύμα του ελαφιού και σωριάζοντάς το στο υγρό χώμα...
Ο άνεμος κόπασε και κάθε ήχος είναι πια αντιληπτός και ξεκάθαρος. Ο Άλριαν τεμαχίζει σε μικρά κομμάτια το κρέας που απέμεινε και το ρίχνει στον πάτο του υφασμάτινου πρόχειρου σακιδίου, μαζί με λίγους καρπούς, τυλίγοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά με κομμάτια φύλλων από μικρά δέντρα που βρίσκονται γύρω του. Το φλασκί συγκρατεί ακόμα στα τοιχώματα τις τελευταίες σταγόνες νερού και ο Άλριαν δεν σκοπεύει να τις χαραμίσει, τουλάχιστον όχι πριν το ξημέρωμα. Πλάι του αφήνει τον εξοπλισμό του, ένα τόξο που του χαρίζει ακρίβεια στη μάχη στις αποστάσεις και ένα ξίφος, το οποίο του έσωσε τη ζωή αρκετές φορές. Νιώθει εξαντλημένος και τα βλέφαρά του δεν τον αφήνουν να συνεχίσει περισσότερο το δρόμο του. Ακουμπώντας σε ένα βράχο, που τον καλύπτει από πιθανές νυχτερινές επιθέσεις άγριων ζώων, κοιτάζει για μια στιγμή το νέο φεγγάρι που μόλις ξεπρόβαλλε στον ουρανό και κλείνει τα μάτια του...
..."Πρόσεχε, Φαλνάς! Έρχεται από τα αριστερά σου!", φώναξε ο Άλριαν και άρχισε να τρέχει προς το μέρος του.
Ο Φαλνάς δε μπορούσε να κοιτάξει και το ξίφος του τραυμάτισε ελαφρά τον εχθρό του, δίνοντάς του λίγα δευτερόλεπτα για να ρίξει μια κλεφτή ματιά. Ένας εξαγριωμένος έφιππος τον πλησίαζε γοργά, κρατώντας με σταθερότητα το αιματοβαμμένο σπαθί του, σημαδεύοντάς τον. Ο Φαλνάς προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στον εχθρό που ανάκαμψε, ενώ παράλληλα έψαχνε να βρει ένα κενό σημείο στο πεδίο μάχης για να αποφύγει τη σύγκρουση με όποιον τον πλησίαζε. Ο Άλριαν έβγαλε το ξίφος του από τη θήκη του και στάθηκε λίγα μέτρα μακριά από τον Φαλνάς για να τον προστατέψει. Το άλογο του εχθρού πέρασε ξυστά από τον Άλριαν χωρίς ο καβαλάρης να αντιληφθεί την παρουσία του. Μια μια αστραπιαία κίνηση ο Άλριαν λάβωσε το άλογο και εκείνο, λυγίζοντας από τον πόνο, εκτίναξε τον καβαλάρη και τον πέταξε μπροστά στον Φαλνάς. Ο Φαλνάς σίγουρα δεν θα προλάβαινε να αντιμετωπίσει την απειλή και ο Άλριαν σκέφτηκε πως μόνο από τη θέση που βρισκόταν θα το κατάφερνε. Χωρίς να χάσει χρόνο έβγαλε ένα βέλος, το τελευταίο που είχε μείνει στη φαρέτρα, και σημάδεψε. Το βέλος βρήκε τον εχθρό στο λαιμό, το μόνο κομμάτι του σώματος που είχε εκτεθιμένη σάρκα, και έπεσε νεκρός στο έδαφος. Ο Άλριαν πλησίασε τον Φαλνάς και τον αντίπαλό του και οι δυο μαζί έδωσαν τέλος στη ζωή του. Το κουφάρι του εχθρού καταπλάκωσε τον Φαλνάς με τέτοια δύναμη που και οι δυο, ζωντανός και νεκρός, έπεσαν στο χώμα.
"Φίλε μου, σίγουρα θα στο χρωστάω κι αυτό", είπε λαχανιασμένος ο Φαλνάς, "αλλά δεν είμαι μικρό παιδί να με νταντεύεις! Αυτόν εδώ τον είχα στο χέρι!", είπε χαμογελώντας ειρωνικά στον Άλριαν.
"Την επόμενη φορά θα μου χρωστάς κάτι παραπάνω από την προηγούμενη, να είσαι σίγουρος!", απάντησε με τον ίδιο τόνο ο Άλριαν και βοήθησε το φίλο του να σηκωθεί.
Η καταπράσινη κοιλάδα με τον μεγάλο ποταμό στη μέση είχε πλέον μεταμορφωθεί σε ένα πεδίο μάχης γεμάτο από άψυχα κορμιά φίλων και εχθρών, απομεινάρια ενός πολέμου, μιας διαφωνίας που δεν είχε αίσιο τέλος. Οι μόνο που επέζησαν ήταν οι δυο φίλοι που έμειναν ακίνητοι να χαζεύουν ταλαιπωρημένοι το κατόρθωμα. Κόκκινες κηλίδες αίματος έγλυφαν τους βράχους και αργά έπεφταν στα νερά του ποταμού. Εδώ, όπου την προηγούμενη μέρα μπορούσες να διακρίνεις χιλιάδες άνθη λουλουδιών και σμήνη από έντομα, πλέον βασίλευε ο θάνατος και η δυσωδία δεν σε άφηνε να παραμείνεις κι άλλο...
...Ο Άλριαν ξύπνησε από το θόρυβο ενός σκίουρου, που πάσχιζε να ανοίξει το σακίδιο, μήπως κατάφερνε να κλέψει μερικά κομμάτια καρπού. Ο Άλριαν δεν τον ενόχλησε, παρά μόνο του πρόσφερε ένα κομμάτι που είχε ξεπηδήσει από το σακίδιο και ακουμπώντας πάλι στο βράχο, του αποκρίθηκε:
"Την επόμενη φορά θα μου χρωστάς κάτι παραπάνω από την προηγούμενη, αδελφέ μου"...



- 4 -


"Μην αφήσεις το κύμα να σε βγάλει όπου θέλει.
Δες πώς κινείται και χάραξε τη δική σου πορεία."


Το τρίξιμο των ξύλων της γέφυρας, καθώς βάδιζε η Άισα, την έκαναν να ανατριχιάσει. Οι μεγάλες ξύλινες τάβλες γεμάτες διάσπαρτα με βρύα και μικρές κλωστές χορταριού θαρρείς πως πάσχιζαν να αντέξουν το βάρος της. Ένα βάρος το οποίο δεν ήταν ικανές να αντιληφθούν αν πρόκειται για σωματικό ή περισσότερο ψυχικό. Κάθε ρίγος της και μια μικρή βελονιά στην καρδιά της, φορτώνοντάς τη με αναμνήσεις που η Άισα προσπαθούσε να απωθήσει. Κάθε της βήμα και πιο βαρύ, λες και με τον τρόπο που βάδιζε, ο χρόνος την άγγιζε και τη διαπερνούσε αστραπιαία. Ένα σώμα νεαρό και δυνατό με μια καρδιά που ψυχορραγούσε και πάλευε να αντέξει μέχρι και την τελευταία άντληση του αίματος στις αρτηρίες του κορμιού. Δεξιά κι αριστερά οι κουπαστές της γέφυρας, υγρές και με το χρώμα τους ξεθωριασμένο, μάρτυρες κι αυτές, όπως και τα ξύλα, αιώνιων διαδρομών προς τις αντικρυστές όχθες του ποταμού, ανήμπορες να κρατήσουν μια παλάμη που πρόκειται να ακουμπήσει πάνω τους για να στηρίξει για λίγο έναν κουρασμένο περαστικό...
Η Άισα σταμάτησε για λίγο στη μέση της διαδρομής, στο πιο ψηλό σημείο της γέφυρας και πήρε μια βαθιά ανάσα, μια μικρή δύναμη για την συνέχεια την οποία έβλεπε σαν κατάβαση της υψηλότερης κορυφής του κόσμου. Ο φρέσκος εξοχικός αέρας γέμισε τα πνευμόνια της με μια μικρή ελπίδα πως όλα θα τελειώσουν σύντομα, οι έγνοιες, τα δάκρια, η λύπη. Και με αυτή την ελπίδα συνέχισε το δρόμο της.
Περπατούσε στο πλάι του ποταμού, όπως ακριβώς τη συμβούλευσε ο φούρναρης, χαζεύοντας τα νερά του. Έβγαλε ένα μπισκότο από την τσέπη της και το θρυμμάτισε. Γέμισε τη χούφτα της με μικροσκοπικά κομμάτια και γονάτισε στην όχθη. Εστίασε στους αμυδρούς κυματισμούς του νερού και έριξε τα ψίχουλα στην επιφάνεια. Ένα κοπάδι από γαλαζοπράσινα ψαράκια όρμησαν με σθένος να τα κατασπαράξουν, καθώς αυτά άρχιζαν να λιώνουν μέσα στο νερό. Και λίγο μετά, μερικά από αυτά έμειναν να γυροφέρνουν αδιάφορα τις ψηλές πέτρες του βυθού σαν να προσπαθούσαν να πουν κάτι στην Άισα. Εκείνη τελικά έσφιξε στην παλάμη της το υπόλοιπο κομμάτι του μπισκότου και το πρόσφερε στα πεινασμένα όντα του ποταμού. Με μια απότομη κίνηση ανασηκώθηκε, κοίταξε μπροστά της και παρατήρησε τα σπίτια της περιοχής. Είχαν κάτι το διαφορετικό με αυτά που αντίκρυσε στην αρχή του χωριού. Αυτά έμοιαζαν με σπίτια ενός χωριού, που λεηλατήθηκε και στη συνέχεια όσοι κάτοικοι απέμειναν το εγκατέλειψαν στην αναζήτηση μιας νέας πατρίδας. Σκοτεινά στην όψη, με χορταριασμένους ανθόκηπους και ψηλά δέντρα στο πίσω μέρος τους. Λες και βρέθηκε στην αντίπερα όχθη του καλού, σε έναν τόπο που τον κυρίευε το μίσος, ο φθόνος και ο θάνατος...
Δεν είχε όμως το χρόνο να συγκρίνει τις δυο αυτές παραστάσεις του μυαλού της και πλησίασε ένα από τα σπίτια που θεώρησε πως θα της έκανε το λιγότερο κακό και που βρισκόταν στις παρυφές του βουνού.
Μια ξύλινη αυλόπορτα, που κρεμόταν στον ένα μεντεσέ χαλασμένη, χώριζε το δρομάκι από την μπροστινή αυλή του σπιτιού και ένας μισογκρεμισμένος πρόχειρος φράχτης από κλαδιά βελανιδιάς αγκάλιαζε τον ξεχασμένο κήπο του. Ένα πέτρινο δρομάκι από βότσαλα του ποταμού οδηγούσε στην κύρια είσοδο του σπιτιού.
Η Άισα στάθηκε μπροστά της και με τις παλάμες στα πλαϊνά του κεφαλιού της προσπαθούσε να διακρίνει κινήσεις μέσα από το θαμπό τζαμάκι της πόρτας. Η περιέργειά της διακόπηκε απότομα, όταν μια λυγερόκορμη δεσποινίδα άνοιξε την πόρτα. Τα κατάμαυρα μαλλιά της έπεσαν στον ώμο της καθώς ακινητοποιήθηκε. Δεν πρέπει να ήταν πάρα πολύ μικρή σε ηλικία αλλά η στάση της πρόδιδε την αθωότητα μιας έφηβης, η οποία ακόμα δεν έχει έρθει αντιμέτωπη με τα τέρατα της πλάσης. Τρομαγμένη, έμεινε να κοιτάζει την Άισα με τα γαλανά γουρλωτά μάτια της και με το κορμί της στητό σαν στρατιώτης που δέχεται επίπληξη από τον ανώτερό του αλλά δε μπορεί να φέρει αντίρρηση.
"Γεια σου, μικρή κυρία", είπε χαμογελαστά η Άισα κι έδιωξε την αμηχανία. Πίσω από τη νεαρή κοπέλα ξεπρόβαλλε ένας μεσήλικας, ψηλός και γεροδεμένος άντρας, που οι ρυτίδες του προσώπου του μαρτυρούσαν την κούραση και τα χρόνια που κουβαλά στις πλάτες του. Η Άισα δεν έχασε ευκαιρία και έγυρε το κεφάλι της προς το μέρος του.
"Δεν ήθελα να την τρομάξω", του είπε.
"Πάντα έτσι απρόσμενα ανοίγει την πόρτα και ξεχύνεται στο λιβάδι ώσπου να τη χάσεις από τα μάτια σου!", της απάντησε. "Έχεις χαθεί; Δε νομίζω να σε έχω δει άλλη φορά στο χωριό".
Η Άισα αισθανόταν κουρασμένη για να αρχίσει πάλι τις απαντήσεις σε μια ανάκριση που δε θα έβγαζε νόημα. "Ψάχνω το Σοφό", είπε κοφτά.
Ο πατέρας της μικρής την κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια.
"Αν είναι κάτι σοβαρό που επείγει θα σου πω. Βλέπεις, γίνεται λίγο περίεργος όταν τον ενοχλούν χωρίς ιδιαίτερο λόγο", της απάντησε.
"Δε θα ερχόμουν ως εδώ από τα βάθη του κόσμου για να διασκεδάσω και να περάσω την ώρα μου ευχάριστα", είπε η Άισα και κύρτωσε το σώμα της αγανακτισμένη.
Ο κύριος άπλωσε το χέρι του να πιάσει την Άισα. Η ταλαιπωρία και οι πεταχτές φλέβες του χεριού του φάνηκαν την ώρα που η Άισα αδυνατούσε να σηκώσει το δικό της από την κούραση. Εκείνος κατέβασε αδιάφορος το χέρι του και της είπε να τον ακολουθήσει. Διέσχισαν όλο το σπίτι και οδηγήθηκαν στην πίσω αυλή. Στη θέα της η Άισα έμεινε έκπληκτη! Τίποτα απολύτως δε θύμιζε τη μιζέρια και την κακουχία της μπροστινής όψης των σπιτιών αυτής της πλευράς του ποταμού. Ένα πυκνό καταπράσινο δάσος απλωνόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού!
"Μα πώς...",είπε διστακτικά η Άισα.
"Τίποτα δεν είναι ίδιο μέσα με αυτό που φαίνεται έξω" της απάντησε με ένα πλάγιο χαμόγελο ο πατέρας. " Προχώρησε λίγο ακόμα και στο κέντρο του δάσους θα βρεις αυτό που αναζητάς", συνέχισε και άπλωσε το χέρι του πάλι, για να την κατευθύνει αυτή τη φορά.
..."Πόσο απέχει το κέντρο του δάσους από εδώ;" αναρωτήθηκε η Άισα καθώς διέσχιζε το δάσος, προσπερνώντας τα δέντρα με τις μεγάλες ρίζες τους, οι οποίες ακουμπούσαν στο έδαφος. Δε χρειάστηκε να περιμένει αρκετή ώρα για να της απαντηθεί το ερώτημα, όταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά από ένα χοντρό πλάτανο, ο οποίος περιτριγυριζόταν από τα άλλα ψηλά δέντρα.
"Έρχεσαι από μακριά", άκουσε μια βραχνή φωνή να της λέει. Η Άισα κοίταξε τριγύρω της και με μικρά βήματα έκανε ένα κύκλο γύρω από τον πλάτανο, προσπαθώντας να εξακριβώσει από ποιο σημείο προερχόταν η φωνή.
"Εδώ μπροστά σου είμαι", άκουσε πάλι και βρέθηκε κατάματα με το γερασμένο πρόσωπο που ξεφύτρωσε στον κορμό του δέντρου. Η Άισα για μια στιγμή τα έχασε, ώσπου το δέντρο της ξαναμίλησε.
"Εγώ είμαι ο Σοφός και μην αναρωτιέσαι πώς γίνεται ένα δέντρο να σου μιλά. Έπρεπε να είχες αντιληφθεί τη μαγεία που περικυκλώνει το δάσος από τη στιγμή που πέρασες την πόρτα του σπιτιού", της είπε.
Η Άισα ισορρόπησε πάλι στα πόδια της και συνέχισε να κοιτά αποσβολωμένη τον πλάτανο, μη μπορώντας να καταλάβει τι γινόταν. Δεν πρόλαβε να μιλήσει όταν το ξυλόμορφο πρόσωπο της είπε:
"Αυτό που θες είναι πέρα από τις δυνάμεις σου και αυτή τη στιγμή δεν είσαι ικανή να το αποκτήσεις, Άισα."
Εκείνη συνοφρυώθηκε και δεν απάντησε, παρά τον κοιτούσε με απορία.
"Κάθησε εδώ", της είπε δείχνοντας μια μεγάλη χοντρή ρίζα που ήταν ξαπλωμένη στο υγρό γρασίδι γύρω από τον πλάτανο, "και θα πρέπει να με ακούσεις προσεκτικά. Έχεις αναλάβει ένα πολύ δύσκολο έργο".
Η πρώτη σταγόνα βροχής έπεσε στο πρόσωπο της Άισα και ο πλάτανος κούνησε ένα κλαδί του πάνω από το κεφάλι της για να την προστατέψει από την επερχόμενη μπόρα...



- 5 -


"Να είσαι ταπεινός,
γιατί είσαι φτιαγμένος από το χώμα της γης.
Να είσαι ευγενής,
γιατί είσαι φτιαγμένος από την ύλη των άστρων."
(Σέρβικη παροιμία)


Οι πρώτες ηλιαχτίδες ξεπρόβαλλαν στον ορίζοντα, πίσω από την ψηλότερη γυμνή κορυφή της οροσειράς. Τα μικρά χωριά της Σάτνα απλώνονταν στην κοιλάδα, χωρισμένα από λεπτά ποτάμια και ρηχές λίμνες και το παλάτι του βασιλιά Όροντ στεκόταν μεγαλειώδες και καμαρωτό, σαν σκοπός που προσέχει τα σύνορά του από τις επιδρομές των βαρβάρων. Τα τείχη του μεγαλοπρεπή και πελώρια, αγκάλιαζαν σφιχτά τη βασιλική κατοικία και χάνονταν στην πίσω πλευρά των βουνών. Η χώρα ήταν πλήρως ανερμονισμένη και τίποτα από τα σπίτια των χωριών δεν είχε να ζηλέψει κάτι από την προσεκτική κατασκευή του παλατιού.
Μικρά διάσπαρτα σύννεφα κάλυπταν τις καλλιέργεις των χωρικών και έδιναν μικρούς τόνους παραδεισένιας ηρεμίας σε όλο το τοπίο.
Η μεγάλη σιδερένια είσοδος του κάστρου ξεγελούσε τους επισκέπτες για τη δύναμή της, μιας και γύρω από το κτίσμα δεν υπήρχε τάφρος ή κάτι που έστω θα εμπόδιζε την σφοδρή είσοδο του εχθρού. Λες και απλώς το κάστρο φτιάχτηκε χωρίς κάποιο ιδιαίτερο σκοπό, αφού τίποτα δε έμοιαζε με χώρα που μάχεται διαρκώς για την επέκτασή της. Άλλωστε η θέση του ήταν τέτοια, που χρειαζόταν τον καλύτερο και δυνατότερο στρατό για να μπορέσει να το πολιορκήσει...
Ο μεγάλος κεντρικός διάδρομος στο εσωτερικό του οδηγούσε σε αμέτρητους χώρους, μέσα στους οποίους διέκρινες την παραμικρή λεπτομέρεια από άποψη αισθητικής, χωρίς να προδίδεται η κούραση και ο ιδρώτας που χρειάστηκαν για την τελειοποίησή τους. Στο τέλος του διαδρόμου απλωνόταν μια μεγάλη αίθουσα, που έμοιαζε με ναό, περιτριγυρισμένη από πανύψηλους στύλους που στήριζαν την οροφή, με παράξενα σχέδια στο τελείωμά τους, και με με το φως του ήλιου να παιχνιδίζει, περνώντας μέσα από τα μεγάλα χρωματιστά παράθυρα, τα οποία απεικόνιζαν πρόσωπα προηγούμενων γενεών.
Στη μέση της αίθουσας ο βασιλικός θρόνος βρισκόταν ακουμπισμένος σε μια μεγάλη πλατφόρμα, ένα βάθρο με τρία σκαλιά, σε κατάλληλο ύψος για να μπορεί ο άρχοντας να διακρίνει και τον πιο απομακρυσμένο υπήκοο, που στεκόταν στο βάθος της αίθουσας...
..."Έρχονται δύσκολοι καιροί, βασίλισσά μου", είπε ο σύμβουλος χωρίς να κοιτάξει κατάματα την Άισα, παρά μόνο ρίχνοντας κλεφτές ματιές σε όσους βρίσκονταν στην αίθουσα.
"Και οι άρχοντες της περιοχής, ζητούν να κάνετε κάτι γι' αυτό, πριν μας βρει η δυστυχία... Δείτε τους. Μαζεμένοι σαν τους γύπες, παραμονεύουν να κάνετε την πρώτη σας λανθασμένη κίνηση και να κατασπαράξουν το θρόνο σας. Ψιθυρίζουν τα σχέδια τους και εσείς είστε απλός παρατηρητής -και το γνωρίζουν πλέον αυτό, βλέποντας εσάς να στέκεστε άπραγη".
Η Άισα δεν απάντησε. Έμεινε μόνο να παρατηρεί σχολαστικά την κάθε κίνηση των χειλιών τους, μη μπορώντας να καταλάβει μια λέξη από όσα έλεγαν μεταξύ τους οι άρχοντες.
"Πρέπει να συμμαχήσετε, γιατί διαφορετικά θα χάσετε ακόμα κι όσα πασχίσατε να προσφέρετε σ΄αυτό το βασίλειο... Όλοι σας στηρίζουν, οποιαδήποτε απόφαση κι αν πάρετε. Αλλά κάντε κάτι όσο έχετε το χρόνο και τη δύναμη", ήταν τα τελευταία λόγια του σύμβουλου, πριν η Άισα σηκωθεί με ορμή, απευθυνόμενη στο κοινό.
"Φίλοι άρχοντες, ιερείς, μαχητές και παράλληλα πολίτες αυτής της χώρας", φώναξε με πυγμή.
"Σας παρατηρώ αυτή τη στιγμή να ψιθυρίζετε μεταξύ σας για το μέλλον αυτού του τόπου, χωρίς να έχει ακούσει κανείς από εσάς τη γνώμη μου...ή έστω να τη ζητήσει! Τα μικρά πηγαδάκια σας δεν πρόκειται να φέρουν τη λύση στο πρόβλημα που βρίσκεται προ των πυλών του βασιλείου και η άτολμη συμπεριφορά σας δε θα μας δώσει το επιθυμητό αποτέλεσμα!", συνέχισε φανερά εκνευρισμένη.
Ένας ιερέας από τις κάτω χώρες του βασιλείου πλησίασε το θρόνο και, βγάζοντας την πάνινη κουκούλα του, γονάτισε ταπεινά μπροστά από τη βασίλισσα.
"Επιτρέψτε μου, μεγαλειοτάτη", είπε στην Άισα ζητώντας την άδεια να μιλήσει.
"Οι άρχοντες των τριγύρω περιοχών έχουν μάθει να ζουν μέσα από τις μάχες, σε αντίθεση με εσάς που η ειρήνη κυλά στο αίμα σας. Απλώς η κατάσταση έχει πλέον χειροτερέψει και η αντίδρασή τους είναι απότομη και άξεστη, χωρίς να έχουν σκοπό να σας προσβάλλουν. Θα πρότεινα να ακούσετε τη γνώμη τους και ύστερα να πάρετε την οριστική απόφαση κι όχι να πράξετε χωρίς να έχετε υπολογίσει τις συνέπειες αυτής της κίνησης".
Η Άισα γύρισε προς το μέρος του Άνγκροντ, ενός από τους πιο ισχυρούς σύμμαχους που θα μπορούσε ποτέ να έχει η Σάτνα και του έγνεψε να πλησιάσει.
"Άρχοντα Άνκροντ, πιστέ φίλε του πατέρα μου, ξέρω πως το μυαλό σου και η σκέψη σου είναι πιο καθάρια κι από όλων όσων βρίσκονται σήμερα εδώ. Και πως κάθε συμβουλή και γνώμη σου θεωρείται σεβαστή πέρα από κάθε λογική. Όμως συμβούλεψε τους φίλους γείτονες, πριν συνεχίσεις μαζί μου, πως όποια απόφαση και να πάρω είναι και δική τους...μιας και σε αυτό τον πόλεμο θα συμπορευόμαστε. Οι έγνοιες, οι οικογένειες, τα αγαθά που εκείνοι πρώτοι θα αφήσουν πίσω, θα τα αποχωριστώ κι εγώ με τη σειρά μου ώντας πρωτοστάτης αυτής της μάχης", είπε στον Άνκροντ, κοιτώντας παράλληλα με αυστηρό ύφος τους υπόλοιπους.
"Δώσε λοιπόν συμβουλή να είναι συνετοί και αγνοί στη σκέψη την ώρα που θα συμφωνήσουν ή θα διαφωνήσουν μαζί μου. Η τελική μου απόφαση εξαρτάται από αυτούς και θα είναι δρόμος χωρίς γυρισμό", τόνισε δείχνοντας τους άρχοντες και κάθισε πάλι.
Οι φωνές και τα ψιθυρίσματα έπαψαν να είναι τόσο έντονα και ένα μικρός θόρυβος από ομιλίες ακουγόταν πλέον, σαν μαθητές που σιγομιλούν μετά από την επίπληξη του δάσκαλου.
Ο Άνκροντ γύρισε προς το μέρος των ηγετών και των γερόντων και χωρίς να χάσει χρόνο τους είπε:
"Και τώρα θα σας παρακαλέσω να σκεφτείτε όσα ειπώθηκαν, γιατί ειπώθηκαν για μια μόνο φορά. Και την αυγή θα συγκεντρωθούμε όλοι οι άρχοντες να δώσουμε την οριστική μας απάντηση".
Το πλήθος άρχισε να χάνεται στο βάθος του μεγάλου διαδρόμου και η Άισα σηκώθηκε από το θρόνο της.
Έκανε μια βόλτα γύρω από την αίθουσα, σαν μικρό παιδί που δεν έχει με τι να περάσει την ώρα του, κάνοντας βόλτες γύρω από τους ψηλούς στύλους. Στάθηκε κάτω από το παράθυρο με ζωγραφισμένη τη φιγούρα του πατέρα της. Μια ακτίνα φωτός τόνιζε το σημείο όπου βρισκόταν η καρδιά στο ρούχο του. Η Άισα έμεινε να το χαζεύει αρκετή ώρα, μέχρι που το χέρι της υπηρέτριας στον ώμο της την ξάφνιασε.
"Με συγχωρείτε, υψηλοτάτη. Δεν ήθελα να σας αποσπάσω την προσοχή, αλλά φαίνεστε κουρασμένη¨.
"Ναι...είμαι", της απάντησε χωρίς να πάρει το βλέμμα της από τη γυάλινη ζωγραφιά. "Πήγαινε Ραέν, θα έρθω σε λίγο να με ετοιμάσεις".
Η υπηρέτρια χάθηκε στο βάθος το διαδρόμου πίσω από τη μεγάλη αίθουσα και σε λίγα δευτερόλεπτα τα βήματά της έπαψαν να ηχούν...
..."Όταν η μάχη που θα δώσεις είναι για τα ιερά του τόπου σου, τότε αυτή η μάχη γίνεται από τα βάθη της ψυχής σου. Και μόνο με ψυχή εξαγνισμένη μπορείς να κερδίσεις τη μάχη", σκέφτηκε η Άισα, φέρνοντας πάλι στη μνήμη της τα λόγια του πατέρα της.
"Τώρα καταλαβαίνω το νόημα, πατέρα, αλλά το σπαθί αυτής της μάχης είναι πιο βαρύ κι από κάθε άλλη προηγούμενη... Είθε η δύναμη του πνεύματος σου να με βοηθήσει και σε αυτή την τελευταία πράξη του έργου", είπε και έσκυψε ταπεινά το κεφάλι της.
"Όταν η ψυχή φθονεί και φθείρεται, ακόμα κι αν κερδίσεις στη μάχη, τα ιδανικά έχουν πλέον χαθεί"...



- 6 -


''Κράτησε το πρόσωπο σου στο φως του ήλιου
και δεν θα βλέπεις τη σκιά.''


...Τα πυκνά γκρίζα σύννεφα άρχισαν να αραιώνουν και η βροχή έδωσε τη θέση της στη ζεστασιά που πρόσφεραν οι ακτίνες του ήλιου. Το έδαφος γέμισε με μικρές λιμνούλες και μερικές σταγόνες που πάσχιζαν να κρατηθούν λίγο ακόμα στα κλαδιά των δέντρων, τελικά έπεφταν αρμονικά στην επιφάνεια του νερού. Τα πρώτα ψιθυρίσματα των πουλιών ακούστηκαν και μερικά ζώα έβγαιναν διστακτικά από τις φωλιές τους, παρατηρώντας το δάσος.
Ο Σοφός μάζεψε τα κλαδιά του που σκέπαζαν την Άισα, προστατεύοντάς τη από τη βροχή και, ρίχνοντας ένα κουρασμένο βλέμμα στον ουρανό, της είπε:
"Νομίζω πως ήρθε η στιγμή να ξεκινήσεις το ταξίδι σου, Άισα".
Εκείνη κοίταξε για λίγο τα μάτια του, σαν να μην ήθελε να φύγει. Μα γνώρισε το πεπρωμένο της και δεν ήταν δυνατό να παραμείνει ακόμα εκεί.
"Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις πλέον και ο χρόνος κυλά σε βάρος σου", είπε ο Σοφός και άπλωσε το ξύλινο χέρι του δείχνοντας στην Άισα το δρόμο της επιστροφής.
"Ναι, αφέντη μου", απάντησε εκείνη, "και σε ευχαριστώ για όλα. Δε θα ξεχάσω όσα μου είπες", είπε και σηκώθηκε από τις γέρικες ρίζες του δέντρου.
"Καλό δρόμο να έχεις και καλή τύχη", της είπε και λίγο πριν η Άισα χαθεί στο βάθος του μονοπατιού της φώναξε "Να έχεις αγνή ψυχή! Ο πατέρας σου έχει δίκιο!".
Η Άισα στο άκουσμα αυτού πάγωσε. Στάθηκε για λίγο και αναρωτήθηκε πώς είναι δυνατόν να γνωρίζει ο Σοφός για τον πατέρα της και για ποιο γεγονός θεωρεί πως ο πατέρας της έχει δίκιο, μέχρι που τελικά κατάλαβε ότι δεν μιλούσε με έναν οποιοδήποτε Σοφό.
"Γνωρίζεις τον πατέρα μου;" τον ρώτησε με την ίδια ένταση της φωνής.
"Γνωρίζω περισσότερα από όσα νομίζεις, νεαρή μου! Άντε τώρα, βιάσου γιατί η πύλη θα κλείσει!", της απάντησε και χάθηκε από το οπτικό της πεδίο με μαγικό τρόπο.
Η Άισα συνέχισε το δρόμο της ανάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές, γνωρίζοντας ότι πλησίαζε την πίσω αυλή του κύριου του σπιτιού. Όμως αυτό που αντίκρυσε, φτάνοντας στην αυλή, ήταν πέρα από την φαντασία της. Τα ξύλινα παράθυρα ήταν καμμένα, σαν να ξέσπασε πυρκαγιά όσο έλειπε στο δάσος. Τα τζάμια είχαν κομματιαστεί και βρίσκονταν στο έδαφος. Τα φυτά γύρω από το σπίτι είχαν ξεραθεί και τα περισσότερα από αυτά είχαν γίνει στάχτη.
"Τι συνέβη εδώ;" αναρωτήθηκε και πάσχισε να προχωρήσει στο εσωτερικό του σπιτιού, πατώντας πάνω στα σπασμένα παράθυρα.
Μπαίνοντας στον κύριο χώρο του σπιτιού, η αίσθηση της εγκατάλειψης έγινε εντονότερη. Κοίταξε τριγύρω της και στάθηκε στο κέντρο του σπιτιού. Σκόνη και υγρασία απλώνονταν στον αέρα και διάφοροι μικροί ιστοί από αράχνες στόλιζαν τα έπιπλα εκτός από τις γωνίες του. Η Άισα δεν άντεξε σε αυτό το περίεργο θέαμα και έτρεξε να βγει έξω, κλείνοντας πίσω της την κεντρική πόρτα, σαπισμένη πλέον από κάποιο πέρασμα του χρόνου που η Άισα φαινόταν να μην αντιλαμβάνεται.
Ευτυχώς για εκείνη, το δρομάκι που είχε συναντήσει έξω από το οίκημα δεν είχε αλλάξει όπως όλα τα προηγούμενα πράγματα που είχε συναντήσει αρκετά νωρίτερα. Ένας περαστικός γεροντάκος την πλησίασε, σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε με απορία.
"Είσαι απόγονος των Όλι;" τη ρώτησε.
Η Άισα δεν κατάλαβε την ερώτηση και πριν προλάβει να απαντήσει, ο γέρος της είπε:
"Οι Όλι άφησαν αυτό το χωριό αρκετά χρόνια τώρα. Βλέπεις, η μοίρα δεν ήταν δίκαιη με αυτούς."
"Οι Όλι κατοικούσαν εδώ;" ρώτησε η Άισα στρέφοντας το κεφάλι της προς το εγκατειλημένο σπίτι. " Και τώρα ποιος ζει εδώ;". Η ερώτηση στον γέροντα φάνηκε κάπως περίεργη ακόμα και στην ίδια την Άισα, αλλά με όσα είδε μέχρι τώρα δεν είχε να χάσει τίποτα ρωτώντας κάτι τέτοιο.
"Προφανώς δεν είσαι συγγενής τους", συμπέρανε ο ηλικιωμένος άντρας. "Αν ήσουν θα γνώριζες και την ιστορία τους, όλα αυτά τα χρόνια που έχουν χαθεί. Μια περίεργη πυρκαγιά ξέσπασε στο σπίτι των Όλι, ένα ήσυχο βράδυ του καλοκαιριού. Σαν σήμερα θαρρώ συνέβη. Η μητέρα είχε πεθάνει αρκετά χρόνια πριν τη φωτιά και ευτυχώς δεν είχε τέτοιο άδοξο τέλος. Ο πατέρας μόνο έμενε εδώ με τη μικρή τους κόρη, η οποία δυστυχώς δεν πρόλαβε να ζήσει τη μητρική στοργή μετά το θάνατο της μάνας".
Η Άισα έμεινε να ακούει σαστισμένη και μπερδεμένη, αλλά θεώρησε σωστό να μη διακόψει τον γέροντα.
"Τόσο γρήγορα που έγιναν όλα..." συνέχισε ο γέροντας και αναστέναξε σκύβοντας για λίγο το κεφάλι του. "Καταραμένους τους έλεγαν οι χωριανοί εδώ. Η μητέρα, λεγόταν, πως ήταν μάγισσα και καλούσε δαίμονες κάθε φορά που γέμιζε το φεγγάρι. Μετά το θάνατό της όμως οι χωριανοί έπαψαν να ασχολούνται με τους Όλι, μέχρι το βράδυ της πυρκαγιάς, όπου όλοι μιλούσαν για την εκδίκηση που πήραν οι δαίμονες και έκαψαν ολοσχερώς το σπίτι...με όσους έμεναν μέσα σε αυτό εκείνη τη νύχτα".
"Αλλά εσύ, νεαρή μου κυρία, τι ακριβώς γυρεύεις να βρείς σ'αυτό το σπίτι; Δεν έχουν μείνει παρά μόνο άσχημες αναμνήσεις σε κάθε γωνιά του", ρώτησε ο γέροντας την Άισα.
Η Άισα δεν είχε κουράγιο να αρθρώσει την παραμικρή λέξη. Σκεφτόταν μόνο όσα είχε αντικρύσει πριν φτάσει στο Σοφό και όσα συνάντησε στην επιστροφή της. Δε μπορούσε να ήταν δυνατόν να συνέβη κάτι τέτοιο. Έφερνε στο νου της τη φιγούρα της μικρής που της άνοιξε την πόρτα και ιδιαίτερα του κύριου που τη συνόδεψε ως την πίσω αυλή... προσφέροντας το χέρι του. Και μετά ήρθαν στο μυαλό της τα λόγια του: "Τίποτα δεν είναι ίδιο μέσα με αυτό που φαίνεται έξω" και πήρε μια βαθιά ανάσα.
"Αυτό που γυρεύω εδώ, σοφέ γέροντα, δεν κατάφερα να το βρω. Αλλά έχω την εντύπωση πως αυτό κατάφερε και βρήκε εμένα", απάντησε η Άισα.
"Ας πηγαίνω λοιπόν κι εγώ, γιατί πλησιάζει η νύχτα. Καλό δρόμο, νεαρή μου", απάντησε ο γέρος και την προσπέρασε χωρίς να περιμένει την απάντησή της...
Προσπερνώντας το τελευταίο κτήριο, η Άισα βγήκε από το χωριό, ακολουθώντας το δρόμο που οδηγούσε στο βουνό με τις σεκόγιες, εκεί που είχε διανυκτερεύσει το προηγούμενο βράδυ. Διάφορες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της, η συζήτηση με το Σοφό, με το γέροντα ακόμα και τις κουβέντες που αντάλλαξε με τους Όλι. Συνέβησαν τόσα περίεργα γεγονότα κατά τη διάρκεια της ημέρας που τελικά αποφάσισε να σταματήσει να τα σκέφτεται και άρχισε να ψάχνει ένα κατάλληλο μέρος να ξεκουραστεί.
Ο ύπνος της όμως ήταν ανήσυχος και τα όνειρά της μπερδεύονταν με την πραγματικότητα, όπως ακριβώς της είχε πει ο πατέρας Όλι...
"Τίποτα δεν είναι ίδιο μέσα με αυτό που φαίνεται έξω", σκέφτηκε και αναλογίστηκε πόσο δίκιο μπορεί να είχε ο 'Ολι με αυτή την παρατήρηση...



- 7 -


"Το ταξίδι των χιλίων μιλίων αρχίζει με ένα βήμα"
Λάο Τσε


«Κάθομαι εδώ, στις απόκρυμνες βραχώδεις ακτές της Θάλασσας του Τινκ,
ονειρεύομαι τις μέρες που θα έρθουν και τα μέρη που πρόκειται να δω.
Ας ήξερες μόνο πώς είναι να έχεις καρδιά περιπλανώμενου.
Πως η ζωή είναι ένα ταξίδι που ανυπομονείς να αρχίσει...

Κάθομαι εδώ και αν υπάρξει απόλυτη ησυχία θα νομίσεις πως τα κύματα μου μιλάνε.
Οι παγίδες που κρύβουν τα ανοιχτά μονοπάτια είναι δυσκολότερα από όσο μπορώ να αντέξω και οτιδήποτε με δένει με αυτή τη χώρα, δε με ενδιαφέρει πια.

Κάθομαι εδώ ακούγοντας τους αέρηδες που φυσούν δυνατά και προσέχω αυτό που έχουν να μου διδάξουν.
Όλοι έχουμε τα αγαπημένα μας μέρη και τις μοναδικές μας ώρες...
Με μια συγχορδία του ανέμου και με ένα σακίδιο στην πλάτη...ναι! Αυτό είναι η ζωή μου...

Κάθομαι εδώ και ετοιμάζομαι για να δω τον υπόλοιπο κόσμο... ευχήσου μου να έχω καλή τύχη.
Είμαι έτοιμος να αφήσω όσα γνωρίζω, όσους γνωρίζω και να αναζητήσω τους δικούς μου ανθρώπους, αρνούμενος της καρδιάς τη μεγαλύτερη αμαρτία...

Είμαι πεσμένος σε μολυσμένο έδαφος και η αγαπημένη μου είναι δεμένη με σκοτεινά μάγια.
Το αίμα μου τρέχει από τη σάρκα μου και μαζί με αυτό ξεχύνεται και περηφάνεια του πολεμιστή. Το ακανόνιστο σχήμα του θανάτου περιβάλλει τον ουρανό και εγώ εύχομαι να βγάλω τώρα φτερά και να πετάξω!

Ο πόλεμος μετετράπη σε ένα ατελείωτο λουτρό αίματος καθώς οι σκοτεινές δυνάμεις εξαπέλυσαν την πραγματική τους δύναμη.
Αστέρια που τρεμοπαίζουν φάνηκαν στις κόρες των ματιών μου... ακούω στα αυτιά μου τους ήχους των σπαθιών που συγκρούονται μεταξύ τους.
Και το έδαφος πλέον μεταμορφώθηκε σε πηχτή λάσπη από τη λίμνη αίματος που σχηματίζεται μπροστά μου. Παράξενα χρώματα κρύβουν το οπτικό μου πεδίο καθώς έχω αποτύχει στην αποστολή που μου ανατέθηκε...

Το Σκοτάδι πλησιάζει τις πύλες αλλά οι ενισχύσεις είναι ελάχιστες και ανήμπορες να βοηθήσουν. Το αιώνιο φως του κόσμου τρεμοσβήνει και χάνεται και εγώ δε μπορώ να κρατήσω πιο πολύ τα ματωμένα μου μάτια ανοιχτά.
Και οι δυνατές κραυγές των παραδωμένων χτυπούν σαν καμπάνες σαν να χαιρετούν τους πολεμιστές για τελευταία φορά...»

Ο Άρλιαν σηκώθηκε στα πόδια του και, σκουπίζοντας τα δάκρυά του, τσαλάκωσε το γράμμα που προοριζόταν για την Άισα. Με μια κίνηση τρεμάμενη άφησε το κουλουριαμένο χαρτί να κατρακυλήσει στους βράχους, μέχρι να χαθεί πια στα κύματα της Θάλασσας του Τινκ.
Το ταξίδι γι' αυτόν προς το πεπρωμένο του μόλις άρχιζε...



- 8 -


"Λίγοι άνθρωποι φτάνουν στην απέναντι όχθη.
Οι υπόλοιποι τρέχουν πάνω-κάτω σ' αυτήν την πλευρά της στεριάς."
Βούδας


...Η κάμαρα της Άισα φωτιζόταν αμυδρά από τις χλωμές αχτίδες του φεγγαριού, το οποίο μόλις που στάθηκε στη μέση του σκοτεινού, χωρίς αστέρια, ουρανού. Τα λιγοστά μικρά σύννεφα κυνηγούσαν σαν μικρά παιδιά την πανσέληνο καθώς αυτή μάταια πάσχιζε να δείξει το δρόμο της επιστροφής σε κάθε μοναχικό ταξιδιώτη. Τα παιχνιδίσματα των σκιών στο προσκέφαλο της Άισα, από τις φυλλωσιές των ψηλών δέντρων, δημιουργούσαν στον πέτρινο τοίχο εικόνες από μια άλλη διάσταση σχεδόν ονειρική, προβάλλοντας σε αργή κίνηση μια στιγμή γιορτής, έναν ξέφρενο χορό δεκάδων μεθυσμένων αερικών από τη μαγευτική μουσική των φύλλων στο χάιδεμα του αέρα.
Η Άισα σκεφτόταν τη μέρα που σύντομα θα αντίκρυζε το πεπρωμένο της. Γνώριζε πως ίσως οι άρχοντες θα στρέφονταν ενάντια στη θέλησή της, προκαλώντας σύγχυση και πανικό τη στιγμή μιας επερχόμενης μάχης. Γνώριζε όμως, καλύτερα από τον καθένα, πώς θα χειριζόταν μια τέτοια κατάσταση, χάρη στις συμβουλές του πατέρα της. Κάθε της κίνηση έχει προμελετηθεί και πλέον ξέρει πως δεν υπάρχουν περιθώρια ακόμα και για μικρά σφάλματα. Κάτι τέτοιο θα βλάψει, εκτός απ΄την ίδια, ολόκληρο το βασίλειο. Όλα θα χαθούν εν ριπή οφθαλμού κάτω από σκοτεινό πέπλο του θανάτου...
Οι σκέψεις της είναι μπερδεμένες, μπλέκονται μεταξύ τους και σχεδόν την κάνουν να παραλογίζεται καθώς προσπαθεί να αποτρέψει στα συναισθήματά της να επηρεάζουν τη στρατηγική της. Και το σκοτάδι μόλις έχει πέσει και ο νους της αφήνεται να ταξιδεύει και να περιπλέκει αυτές τις σκέψεις, καθώς ο απαλός άνεμος νανουρίζει γλυκά το μυαλό της.
"Πού είσαι τώρα που σε χρειάζομαι περισσότερο από ποτέ;" πιάνει τον εαυτό της να μονολογεί. "Γιατί να συμβαίνει αυτό τώρα; Γιατί;" ήταν η τελευταία σκέψη της λίγο πριν αποκοιμηθεί.
...Ξημέρωσε...Παράξενοι ήχοι φτάνουν στα αυτιά της και την ξυπνούν από τον γλυκό ύπνο που μετά βίας κατάφερε να απολαύσει.
"Τι συμβαίνει, Ραέν;" ρώτησε η Άισα την υπηρέτρια, η οποία είχε ήδη εισέλθει στο δωμάτιο.
"Με συγχωρείτε, υψηλοτάτη, αλλά νομίζω πως πρέπει να ετοιμαστείτε για το συμβούλιο των αρχόντων. Οι περισσότεροι από αυτούς σας περιμένουν, αλλά ελάχιστοι είναι εκείνοι που είναι υπομονετικοί και δε συγκρατούν το θυμό τους", απάντησε η Ραέν...

Η Άισα δεν άργησε να βρεθεί κοντά στους άρχοντες και παρατήρησε:
"Ακόμα δε συμφωνήσαμε για τον τρόπο που θα αμυνθούμε, φίλοι μου. Αρχίσατε τις εχθροπραξίες μεταξύ σας;"
Ένας από τους γηραιότερους σήκωσε το μπαστούνι, που μετά βίας τον στήριζε στα πόδια του και με ένα νεύμα του ζήτησε να επικρατήσει ησυχία. "Ταπεινά ζητώ, κυρά της χώρας, την άδειά σας να εκφράσω τη γνώμη των υπολοίπων σχετικά με το σχέδιο άμυνας, που συζητήσαμε εχθές" είπε ο ηλικιωμένος άρχοντας και κοίταξε την Άισα στα μάτια, περιμένοντας καρτερικά την ευκαιρία που θα του δώσει να μιλήσει.
"Σε ακούω, Άλγκαρ", είπε και κοίταξε γύρω το πλήθος. "Τι έχετε συζητήσει ως τώρα;"
Ο Άλγκαρ ανέφερε όλο το στρατηγικό σχέδιο, τις θέσεις μάχης, τις θέσεις άμυνας όπως επίσης και τον αριθμό πολεμιστών που θα χρειαστούν γι' αυτό το εγχείρημα...Μετά από πολλή ώρα, η Άισα διέταξε τη σύσταση του στρατού και ανακοίνωσε το χώρο κατασκοίνωσης του ιππικού και των τοξοβόλων. Η μέρα της μεγάλης μάχης πλησίαζε...

Όσο πλησίαζαν οι μέρες, η Άισα σκεφτόταν τα σοφά λόγια του πατέρα της, όσο καιρό εκείνος της μάθαινε τα μυστικά της μάχης. Παράλληλα οι σκέψεις τις μπερδεύονταν με αναμνήσεις, χρόνια ξεγνοιασιάς που είχε πια αφήσει πίσω της, μη μπορώντας να ξεφύγει από την πορεία που διέγραψε γι' αυτήν το πεπρωμένο της. Γνώριζε καλά πως αυτή η μάχη δεν είναι δική της, αυτός ο πόλεμος δεν έχει σκοπό και ουσία για εκείνη. Όμως γνώριζε πως μια διαφορετική απόφαση θα γκρέμιζε όσο ο πατέρας της είχε χτίσει με κόπο αλλά και με αίμα.

"Πού είσαι τώρα που σε χρειάζομαι περισσότερο από ποτέ..." σκέφτηκε πάλι.
"Πού είσαι...Άλριαν;"






Δεν υπάρχουν σχόλια: